Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

σε φάση

См. также в других словарях:

  • φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες …   Dictionary of Greek

  • φάση — η 1. όψη, εμφάνιση, μορφή με την οποία παρουσιάζεται κάθε φορά κάτι: Οι φάσεις της σελήνης. – Άλλη φάση του πολέμου. 2. εικόνα, στιγμιότυπο: Το ματς είχε ωραίες φάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αέριος φάση πυρόλυση — Μέθοδος διύλισης του πετρελαίου κατά την οποία γίνεται θερμική διάστασή του (πυρόλυση) κάτω από πίεση και σε υψηλές θερμοκρασίες. (Βλ. λ. πετρέλαιο) …   Dictionary of Greek

  • παγετώδης φάση — Γενικό φαινόμενο που σε παλαιότερες γεωλογικές περιόδους ευνόησε την εξάπλωση των παγετώνων σε απέραντες εκτάσεις της επιφάνειας της Γης. Το φαινόμενο αυτό, που προκάλεσε την ευρεία διάδοση των παγωμένων μαζών, όχι μόνο στα ορεινά ανάγλυφα αλλά… …   Dictionary of Greek

  • προανιμισμός — Φάση της θρησκευτικής ανάπτυξης, που, σύμφωνα με ορισμένους εκπροσώπους της εξελικτικής σχολής, προηγήθηκε του ανιμισμού. Η φάση αυτή ήταν αθρησκευτική, δηλαδή δεν είχε φτάσει στη φάση πραγματικών θρησκευτικών σχηματισμών, αν και περιλαμβανόταν… …   Dictionary of Greek

  • μεσόφαση — Φάση του κυτταρικού κύκλου, η οποία αποτελεί ένα στάδιο ηρεμίας μεταξύ δύο διαδοχικών κυτταρικών διαιρέσεων. Η μ. καταλαμβάνει έως και το 90% του χρόνου του κυτταρικού κύκλου. Παρά την ονομασία της, δεν πρόκειται για ένα παθητικό στάδιο, αντίθετα …   Dictionary of Greek

  • κοιλιακή συστολή — Φάση της καρδιακής λειτουργίας. Ειδικότερα, στο τέλος της κολπικής συστολής, το ηλεκτρικό ερέθισμα από τον φλεβόκομβο έχει εξαπλωθεί σε έναν δεύτερο κόμβο, τον κολποκοιλιακό κόμβο, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα στους κόλπους και στις κοιλίες. Μετά… …   Dictionary of Greek

  • συρματοποίηση — Φάση της διαδικασίας για την επεξεργασία των μετάλλων, των πλαστικών υλών και των ελαστικών, που αποσκοπεί στην παραγωγή συρμάτων, σωλήνων ή λεπτών ράβδων κλπ. Η συνηθισμένη μέθοδος βασίζεται στη διέλευση των υλικών μέσα από μια σειρά από τρύπες… …   Dictionary of Greek

  • ωρινάκιο — Φάση με την οποία αρχίζει η ανώτερη παλαιολιθική εποχή. Oνομάστηκε έτσι από το σπήλαιο του Ωρινιάκ στον άνω ρου του ποταμού Γαρούνα (Γαλλία), όπου βρέθηκαν τα ίχνη ενός προϊστορικού πολιτισμού, τελείως διαφορετικού από τους προηγούμενους. Η… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»